News , Guide

Ο έρωτας στην ελληνική και κυπριακή αρχαιότητα

Η κ. Ανθή Δίπλα, Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης αναλύει το θέμα του έρωτα, της αναπαράστασης και αντίληψής του στο ελλαδικό χώρο με πολλές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες

Δημοσιεύτηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2018

Στο πλαίσιο της σειράς «Στιγμές στο Μουσείο» το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, διοργανώνει για 2η συνεχή χρονιά μια βραδιά αφιερωμένη στην ιδέα του Έρωτα και της έκφρασής του με στόχο να αντιταχθεί στην πλήρη εμπορευματοποίηση του που επικρατεί στις μέρες μας.

Αντλώντας έμπνευση από το ποίημα «Βούττημαν Ήλιου» του Δημήτρη Λιπέρτη, η εκδήλωση με τίτλο «Αγάπουν σε εξωψυχ̌ής…» διοργανώνεται την Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018 η ώρα 8:00 μ.μ. στο Μουσείο Συλλογής Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη.

Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, γνωστές προσωπικότητες θα στηρίξουν την βραδιά, απαγγέλλοντας το δικό τους αγαπημένο ελληνικό ποίημα για τον έρωτα σε μια ατμοσφαιρική εκδήλωση στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ιδρύματος. Οι απαγγελίες θα συνοδεύονται από μελωδίες βιολιού ενώ θα προηγηθεί ενδιαφέρουσα παρουσίαση που αφορά στην εικονογράφηση του έρωτα στα αρχαιοελληνικά αγγεία από τη δρα Ανθή Δίπλα με τίτλο «Η ομορφιά και το βλέμμα: το ξύπνημα του έρωτα στη γλώσσα των αρχαιοελληνικών αγγείων». 

Η κ. Ανθή Δίπλα που είναι Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και Σύμβουλος Καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με αφορμή της συγκεκριμένη παρουσίαση μιλά στο Check In για τον έρωτα στην ελληνική και κυπριακή αρχαιότητα, την απεικόνισή του στα διάφορα αγγεία, πως τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι της αρχαιότητας και πως διαφοροποιούνται οι αναπαραστάσεις του ανά περιοχή στον ελλαδικό χώρο.

Στην εποχή του Χαλκού, στη 2η χιλιετία π.Χ. βρίσκουμε στην Κύπρο ερωτικά ζευγάρια, σε παραστάσεις ιερού αποκαλούμενου γάμου, στις οποίες τονίζεται η μυστηριακή συνεύρεση του αρσενικού και του θηλυκού, περιβαλλόμενη από θρησκευτικές δοξασίες, όπως το ανάγλυφο αγκαλιασμένο ζευγάρι στο λαιμό μιας οινοχόης από τη θέση Βουνούς, στο χωριό Μπελλαπάις.

Ποια είναι και πού βρέθηκε η πρώτη απεικόνιση του έρωτα στο ελλαδικό χώρο, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου;
Η Κύπρος και η Κρήτη, ως σταυροδρόμια λαών και πολιτισμών, πρωτοστατούν σε ρηξικέλευθες συλλήψεις στην τέχνη, ιδιαίτερα στα προϊστορικά χρόνια. Ήδη από τη νεολιθική περίοδο στην Κύπρο (από την 6η χιλιετία π.Χ.)  βρίσκουμε λίθινα ειδώλια με συμβολικές απεικονίσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγικής δύναμης, με τη μορφή αντρικών και γυναικείων γεννητικών οργάνων, κάποτε ανθρωπομορφικών, ή ανθρώπινων μορφών με έμφαση στα ερωτογενή σημεία τους (αντρικό μόριο, γυναικείο στήθος και αιδοίο). Από τα αρχαιότερα είναι ένας πέτρινος φαλλός και ένα πέτρινο αιδοίο από τη Χοιροκοιτία. Στην εποχή του Χαλκού, στη 2η χιλιετία π.Χ. βρίσκουμε στην Κύπρο ερωτικά ζευγάρια, σε παραστάσεις ιερού αποκαλούμενου γάμου, στις οποίες τονίζεται η μυστηριακή συνεύρεση του αρσενικού και του θηλυκού, περιβαλλόμενη από θρησκευτικές δοξασίες, όπως το ανάγλυφο αγκαλιασμένο ζευγάρι στο λαιμό μιας οινοχόης από τη θέση Βουνούς, στο χωριό Μπελλαπάις. Αντίστοιχα σε ένα μινωικό δαχτυλίδι από τη Βιάννο στην Κρήτη βρίσκουμε ένα ζευγάρι σε συνουσία, μια άλλη όψη ιερογαμίας. Στην ιστορική εποχή βρίσκουμε μεμονωμένες παραστάσεις ιερού γάμου, με πρόδηλο ή υπαινικτικό ερωτικό χαρακτήρα, και ερωτικής απαγωγής σε γεωμετρικά αγγεία του 8ου αι. π.Χ., ενώ από τον 7ο αι. τέτοιες παραστάσεις πληθαίνουν, σε αγγεία και έργα μικροτεχνίας.

Πώς αντιλαμβάνονταν στην ελληνική και κυπριακή αρχαιότητα τον έρωτα;
Ευρύτατο θέμα και πολυπλοκότατο που έχει απασχολήσει πολλαπλώς τον ερευνητικό κόσμο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που έχει αναδυθεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορική μελέτη των κοινωνικών φύλων (gender studies). Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι ο έρωτας έχει πολλά πρόσωπα, που παραλλάσσουν καλειδοσκοπικά στον αρχαίο ελληνικό και κυπριακό κόσμο, καθώς κινούμαστε από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, ιδιαίτερα αν σκεφτεί πόσο κατακερματισμένος ήταν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος σε μικρές ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες (βασίλεια και κυρίως πόλεις-κράτη), με έντονο τοπικισμό.

Η ερωτική συμπεριφορά εν γένει των Ελλήνων αποτελεί αντανάκλαση της κυριαρχίας τους, ως προνομιούχας κοινωνικής ομάδας, απέναντι στις άλλες ομάδες της πόλης, δούλους, μέτοικους, γυναίκες, και παίδες και της ασυμμετρίας ρόλων που διέπει τις σχέσεις τους.

Η ερωτική συμπεριφορά εν γένει των Ελλήνων αποτελεί αντανάκλαση της κυριαρχίας τους, ως προνομιούχας κοινωνικής ομάδας, απέναντι στις άλλες ομάδες της πόλης, δούλους, μέτοικους, γυναίκες, και παίδες και της ασυμμετρίας ρόλων που διέπει τις σχέσεις τους. Θα επικεντρωθώ κυρίως στην Αθήνα και τη Σπάρτη, τις πλέον σημαντικές και γνωστές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, αν και ελάχιστα τυπικές στη μεγάλη ιδιομορφία τους. Οι Αθηναίοι επιδεικνύουν ελεύθερα ερωτισμό προς πάσα κατεύθυνση, σε αγόρια, πόρνες και επίσημες και ανεπίσημες συζύγους (παλλακές). Αυστηρά μονογαμικές εμφανίζονται οι Αθηναίες αστές, σύζυγοι, κόρες κ.λπ. των Αθηναίων πολιτών. Η ανάγκη εποπτείας της δημιουργίας νέων μελών με νόμιμο δικαίωμα κληρονομιάς στον οίκο οδήγησε στην έμφαση που απέκτησε η προγαμιαία αγνότητα των αστών ή πολίτιδων γυναικών και η συζυγική πίστη μέσα στον γάμο. Άλλωστε οι γυναίκες κρίνονταν ως ανίκανες να επιδείξουν αυτοέλεγχο, ειδικά σε σχέση με τη σεξουαλικότητά τους, καθώς θεωρούνταν «υγρές» και χωρίς όρια, πορώδεις και διαπερατές, και μπορούσαν να μολύνουν τον οίκο και την πόλη. Στη Σπάρτη, αντίθετα, το «απέραντο στρατόπεδο», η γυναίκα τίθεται στην υπηρεσία της πολιτείας υπηρετώντας άλλους -ευγονικούς και στρατιωτικούς- σκοπούς: ζητούμενο εδώ η εξασφάλιση εύρωστων παιδιών με κάθε τρόπο, που θα στελεχώσουν τον αήττητο στρατό. Οι γυναίκες, σε απόλυτη επαφή με το γυμνό τους σώμα από παιδική ηλικία, επιδεικνύουν μια παράδοξη πολυανδρία: δοκιμάζουν ερωτικούς συντρόφους μέχρι να διαπιστώσουν ότι με κάποιον από αυτούς μπορούν να τεκνοποιήσουν, με τον οποίο τελικά παντρεύονται, ενώ δανείζονται χωρίς αναστολές από τον σύζυγο στον άτεκνο φίλο τους για να κάνει και σε εκείνους μερικά γερά παιδιά, ή πέφτουν στο κρεββάτι με έναν ωραίο νέο που τους φέρνει ο ίδιος ο σύζυγος, αν δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει παιδιά.

Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας

Εξέχοντα ρόλο αναλαμβάνει στις αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη, αλλά και στα κυπριακά βασίλεια, ο ομοφυλοφιλικός έρωτας, εξιδανικευμένος και στρατευμένος κοινωνικά, με τη μορφή μιας ειδικού τύπου «παιδεραστίας» με παιδαγωγικό χαρακτήρα, μεταξύ ενός εφήβου και ενός νέου πριν από τον γάμο. Η ομοφυλοφιλία γενικά αποτελούσε άγνωστη έννοια, η ερωτική προτίμηση δεν έπαιζε, όπως σήμερα, βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου. Θεωρούσαν τις ομοφυλικές σχέσεις όχι απλά φυσικές αλλά και ανώτερες, όταν επρόκειτο για άντρες, από τις ετεροφυλικές. Ο παιδικός αυτός έρωτας αποτελεί συχνό θέμα στη μυθολογία (λ.χ. Δίας Γανυμήδης, Λάιος-Χρύσιππος κ.ά.). Οι κλασικοί Έλληνες, άλλωστε πίστευαν στην πάλαι ποτέ ύπαρξη ενός ανδρόγυνου πλάσματος, έχοντας συνείδηση της διπλής όψεως της σεξουαλικότητας του ανθρώπου, και θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία ως κάτι το φυσικό. Συχνά οι ομοφυλοφιλικές πρακτικές συνδέονταν με τελετές μύησης, όπως λ.χ. στη Σπάρτη ή την Κρήτη.

Στην Αθήνα η ομοφυλοφιλία αναπτυσσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πνευματικής σχέσης μεταξύ εραστή και ερωμένου, κατά την οποία ο πρώτος μυούσε κοινωνικά και πολιτικά το δεύτερο, ως μελλοντικό πολίτη. Ο εραστής ήταν συνήθως ένας νέος γύρω στα 20 ή και μεγαλύτερος αλλά άγαμος ακόμη και ο ερώμενος, ήταν έφηβος (12-18 ετών).

Στην Αθήνα η ομοφυλοφιλία αναπτυσσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πνευματικής σχέσης μεταξύ εραστή και ερωμένου, κατά την οποία ο πρώτος μυούσε κοινωνικά και πολιτικά το δεύτερο, ως μελλοντικό πολίτη. Ο εραστής ήταν συνήθως ένας νέος γύρω στα 20 ή και μεγαλύτερος αλλά άγαμος ακόμη και ο ερώμενος, ήταν έφηβος (12-18 ετών). Αναπτυσσόταν μια σχέση παιδευτική, που περιλάμβανε ωστόσο και σωματικές σχέσεις. Εφόσον η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ανώτερη μορφή σχέσης και υπηρετούσε παιδαγωγικούς σκοπούς, η πορνεία των πολιτών θεωρούνταν εγκληματική και ο πόρνος ανάξιος να μετέχει στο πολιτικό σώμα, που τα μέλη του έπρεπε να παραμένουν ελεύθερα ακόμη και μέσα στις ερωτικές τους επιλογές. Ως προς την αντιμετώπιση της ενήλικης ομοφυλοφιλίας, έχουμε μάλλον αντιφατικές ενδείξεις, κυρίως από πόλη σε πόλη. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη λ.χ. προβάλλεται ως απαράδεκτη. Στο Θηβαϊκό Ιερό λόχο, ωστόσο, 150 ζεύγη εραστών πολεμούσαν πλάι-πλάι. Γι’ αυτό λένε ότι ήταν και ανίκητος, γιατί κάθε στρατιώτης πολεμούσε για τον εραστή του, και όχι μόνον για την πατρίδα.

Πώς αναπαρίσταται ο έρωτας στα αρχαιοελληνικά αγγεία και γιατί;
Ο έρωτας στην τέχνη κινείται  είτε στη λατρευτική/μυθική σφαίρα, κυρίως στα πρωιμότερα χρόνια, ενώ από την αρχαϊκή περίοδο έχουμε και «ρεαλιστικές» ή «καθημερινές» σκηνές όπως ονομάζονται συμβατικά (generic scenes). Πάντα παρεμβάλλεται ένα ιδεολογικό φίλτρο, η απεικόνιση του έρωτα γίνεται όχημα για να προβληθούν οι σχετικές κοινωνικές αντιλήψεις, σχετικά με τη σχέση αντρών και γυναικών, ιδιαίτερα στα  αγγεία, λόγω της μαζικής παραγωγής και της γενικευμένης χρήσης τους.

Πέρα από τις προφανείς σκηνές ερωτικής συνεύρεσης, που παραπέμπουν, εφόσον προσφέρονται σε κοινή θέα, στον αγοραίο έρωτα, έχουμε σκηνές έρωτα στο πλαίσιο του γάμου, που μπορεί να λάβει τη μορφή ιερογαμίας, όπως είδαμε ήδη, ή ερωτικής καταδίωξης και απαγωγής, και τέλος σκηνές ερωτικής προσέγγισης και ερωτοτροπίας, είτε στο πλαίσιο του αγοραίου έρωτα είτε στο πλαίσιο του γάμου. Ένα μεγάλο κεφάλαιο είναι οι παραστάσεις ομοφυλοφιλικού έρωτα, οι οποίες μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις προηγούνται χρονικά και θέτουν πρότυπα και για τον ετεροφυλοφιλικό έρωτα. Δεν λείπουν βεβαίως και οι ανεξάρτητες παραστάσεις του θεού Έρωτα, ως γονιμοποιού δύναμης της φύσης και δυναμικού παράγοντα αλλαγής κι εξέλιξης (άλλωστε εν αρχή ην η Γη, ο Ουρανός και ο Έρως, κατά την ελληνική κοσμογονία), ή σε οικογενειακές σκηνές με τη μητέρα του Αφροδίτη, ως μωρό και κυρίως ως έφηβος. Ενώ συνεχίζουν βεβαίως με ιδιαίτερη έμφαση και οι παραστάσεις φαλλών, συχνά φτερωτών, που συμβολίζουν την κραταιά αντρική δύναμη, σεξουαλική και κοινωνική.

Ως προς το κεφαλαιώδες γιατί, οι λόγοι ποικίλλουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή, ενώ και εντός του ίδιου ιστορικού πλαισίου μπορεί να υπάρχει διαφοροποίηση στη θέση και την οπτική που υιοθετούν οι  επιμέρους κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Θα περιοριστώ στις σκηνές ερωτικής προσέγγισης και συνουσίας από την Αθήνα, από όπου έχουμε τον μεγαλύτερο πλούτο σωζόμενων παραδειγμάτων, και θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω σύντομα τις αλλαγές στην εικονογραφία του έρωτα και να τις συστοιχίσω με αντίστοιχες αλλαγές στην κοινωνία του αθηναϊκού κράτους και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις έμφυλες σχέσεις, επισημαίνοντας και πιθανές διαφοροποιήσεις κατά τάξεις.

Καταρχάς να διασαφηθεί ότι η εικονογραφικές αναλύσεις αφορούν στο περιεχόμενο και τη σημασία των εικόνων και ερευνούν πώς αλλάζουν οι προτιμήσεις για συγκεκριμένα θέματα, ή πώς αλλάζει ο τρόπος που απεικονίζεται ένα συγκεκριμένο θέμα από τη μια περίοδο στην άλλη, σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, σε σχέση με ερεθίσματα από νέα δεδομένα στην πολιτική, την κοινωνία, τη λατρεία κ.λπ.

Οι σκηνές ερωτοτροπίας αφορούν άντρες που προσεγγίζουν γυναίκες, ή εφήβους με ερωτικές προθέσεις, οι οποίες αισθητοποιούνται από τα δώρα που τους προσφέρουν, τις θωπείες, ή και από τη μεσολάβηση του θεού Έρωτα ή της μητέρας του Αφροδίτης.

Σε ό,τι αφορά τις σκηνές συνουσίας μεταξύ αντρών και γυναικών, αυτές πρωτοεμφανίζονται, όπως και οι ομοφυλοφιλικές, στο 2ο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Πολύ συχνά απαντούν σε συμποτικά αγγεία. Μάλιστα στην υστεροαρχαϊκή εποχή (525-480 π.Χ.), περίοδο της πρώιμης αθηναϊκής δημοκρατίας και των Περσικών, αυξάνει η δημοτικότητά τους, ενώ ταυτόχρονα διαπνέονται από μια πρόδηλη τάση για κακοποίηση των γυναικών (εταιρών) σε όργια. 

 

Οι σκηνές ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν τρία βασικά σχήματα: προσφορά δώρων στον ερώμενο, θωπεία του πηγουνιού και των γεννητικών οργάνων του, και κορύφωση της προσέγγισης με φιλί ή ακόμη και με σεξουαλική πράξη, διαμηρισμό. Εμφανίζονται γύρω στο 560 π.Χ., γίνονται δημοφιλείς στο τρίτο και το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., ατονούν δραματικά μετά το 500, και σχεδόν εξαφανίζονται μετά το 475 π.Χ. Ωστόσο κάποιες ομοφυλοφιλικές σκηνές εμφανίζονται και μέσα στην κλασική περίοδο, γεγονός που μαζί με ποικίλες αναφορές στην ομοφυλοφιλία στις λογοτεχνικές πηγές του 5ου αι. αποτελεί ένδειξη ότι ο θεσμός εξακολουθεί να επιβιώνει. Ακόμη ίσως βρίσκεται σε ακμή στους αριστοκρατικούς κύκλους, αλλά το δημόσιο αίσθημα, όπως ανανεώνεται στο πλαίσιο της νεόδμητης δημοκρατίας από το τέλος του 6ου αι. π.Χ., ιδιαίτερα μετά τα Περσικά (490-480/379 π.Χ.), φαίνεται να μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τις ομοφυλοφιλικές στις ετεροφυλοφιλικές πρακτικές, όπως υπαινίσσονται και οι παραστάσεις στα αγγεία, που μας απασχολούν εδώ, ως αντίδραση στην ηθική της παλιάς αριστοκρατίας που υποστήριξε τους Πεισίστρατο και τους γιους του (561-510 π.Χ.). Αν και δεν αποκλείεται ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες να έπαιξαν το ρόλο τους, θεωρώ ότι η κάμψη στον αριθμό των σκηνών ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας πρέπει να θεωρηθεί σε σχέση με την αντίστροφη άνοδο των ετεροφυλοφιλικών ερωτικών σκηνών που σημειώνεται στα ίδια περίπου χρόνια.  

Σε ό,τι αφορά τις σκηνές συνουσίας μεταξύ αντρών και γυναικών, αυτές πρωτοεμφανίζονται, όπως και οι ομοφυλοφιλικές, στο 2ο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Πολύ συχνά απαντούν σε συμποτικά αγγεία. Μάλιστα στην υστεροαρχαϊκή εποχή (525-480 π.Χ.), περίοδο της πρώιμης αθηναϊκής δημοκρατίας και των Περσικών, αυξάνει η δημοτικότητά τους, ενώ ταυτόχρονα διαπνέονται από μια πρόδηλη τάση για κακοποίηση των γυναικών (εταιρών) σε όργια. Η κακομεταχείριση αυτών των πορνών τελευταίας διαλογής, που προέρχονται  από την τάξη των ξένων ή των δούλων και αντιπροσωπεύουν την απόλυτη ετερότητα στην ελληνική κοινωνία, μπορεί να θεωρηθεί και ως ακραία έκφραση της αντρικής ομοκοινωνικότητας και της ασυμμετρίας των κοινωνικών και ερωτικών ρόλων στο συμπόσιο, το οποίο λειτουργεί σαν μια μικρογραφία ολόκληρης της πόλης.

Στην κλασική περίοδο, ωστόσο, τέτοιες σκηνές οργίων και εκτρόπων εξαφανίζονται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και οι αγγειογράφοι εστιάζουν στα ερωτικά ζεύγη. Από  τα Αφροδίτης σχήματα: (συνουσιαστικές στάσεις), η πιο δημοφιλής, τόσο στον μελανόμορφο, όσο και στον ερυθρόμορφο ρυθμό παραμένει η εκ των όπισθεν (a tergo), κατά φύση και, κυρίως, παρά φύση (πρωκτική επαφή, πυγίζειν), και η κατ’ενώπιον με τα πόδια στο αέρα. Σπάνια είναι η «ιεραποστολική», ή η στάση ιππαστί (κελητίζειν). Ο άντρας στητός, καμαρωτός, στο πνεύμα του κούρου, ή του παλαιστή, στέκεται ή συσπειρώνεται, η γυναίκα μπαίνει σε στάση υποταγής ή ακόμη και ταπείνωσης (πρωκτική επαφή). Ή υπηρετεί ως αντικείμενο το ερωτικό παιχνίδι του άντρα που αναποδογυρίζει το κορμί της, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Οι ερωτικοί ρόλοι αναπαράγουν προφανώς το κοινωνικό status και το διαιωνίζουν.

Οι σκηνές ετεροφυλοφιλικής ερωτοτροπίας εμφανίζονται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και αποκτούν ιδιαίτερη δημοτικότητα στο 2ο τέταρτο του 5ου αι., ενώ οι σκηνές ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας και πρόδηλης ερωτικής πράξης υποχωρούν. Το ενδιαφέρον φαίνεται να μετατοπίζεται στις γυναίκες και την «πειθώ» τους, στη γοητεία δηλαδή που ασκούν στους άντρες και –συνακόλουθα- στην προσπάθεια που αναλαμβάνουν αυτοί να τις πείσουν, με διάφορους τρόπους, να ενδώσουν ερωτικά. Η ετεροφυλοφιλική ερωτοτροπία περιλαμβάνει την προσέγγιση μιας γυναίκας με δώρα σε εσωτερικό χώρο, ενώ η ερωτική επαφή κάθε είδους παραλείπεται. Κάπου–κάπου τα ζευγάρια ανταλλάσσουν τρυφερές χειρονομίες ή φιλιά. Οι γυναίκες εμφανίζονται πια να προσεγγίζονται μέσα στην ίδια ρομαντική ατμόσφαιρα, όπως πρωτύτερα οι ερώμενοι, αλλά επιδεικνύουν μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνους στην επιλογή τους να αρνηθούν τις προτάσεις επίδοξων πελατών, ή και να αναλάβουν εκείνες την πρωτοβουλία, προσφέροντας δώρα σε άντρες. Οι σκηνές ετεροφυλοφιλικής ερωτοτροπίας ακολουθούν βεβαίως την εικονογραφία των ομοφυλοφιλικών αναλόγων τους. Ο Έρωτας, σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σύμπραξη της Αφροδίτης επιφορτίζεται με το έργο της πειθούς σε σκηνές ερωτοτροπίας, ομοφυλοφιλικής αλλά και ετεροφυλοφιλικής, με εταίρες.

Οι σκηνές ετεροφυλοφιλικής ερωτοτροπίας παραδοσιακά διαβάζονται ως σκηνές επίσκεψης σε πορνείο, κυρίως από εσωτερικές ενδείξεις, όπως η προσφορά χρηματικών δώρων, η εμφάνιση πολλών ζευγαριών μαζί κ.λπ., αλλά και από κάποια εξωτερικά στοιχεία, όπως ο πολυσυζητημένος κοινωνικός αποκλεισμός των Αθηναίων αστών (συζύγων και θυγατέρων των Αθηναίων πολιτών), που θα καθιστούσε τέτοιες συναντήσεις απίθανες. Ίσως όμως αυτές οι σκηνές να απεικονίζουν και τις ευυπόληπτες γυναίκες της Αθήνας, απηχώντας τη μεγαλύτερη ελευθερία των Αθηναίων αστών με αφορμή τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Δεν αποκλείεται εξάλλου, δεδομένου ότι προς το τέλος του 5ου αι. τα λαϊκά στρώματα κυριαρχούν στο πολιτικό προσκήνιο, να αναφέρονται στις γυναίκες των κατώτερων τάξεων, που ανέκαθεν απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία.

Οι αλλαγές πάντως στην εικονογραφία της ερωτικής προσέγγισης που διαπιστώσαμε φαίνεται να συνάδουν και με μια γενικότερη τάση της κλασικής αθηναϊκής κοινωνίας όχι μόνο να αποδεχθεί αλλά και να προβάλει τη δύναμη της γυναικείας σεξουαλικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ελεγχόμενη, στο πλαίσιο της νόμιμης γαμήλιας ένωσης και στην υπηρεσία της εξόχως σημαντικής για τον αθηναϊκό οίκο και την αθηναϊκή πολιτεία εξασφάλισης γνήσιων γιων και μελλοντικών πολιτών, μετά τον αποδεκατισμό των αντρών κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Στις αναπαραστάσεις του έρωτα στα αρχαιοελληνικά αγγεία του ελλαδικού χώρου συναντούμε κάποιες διαφορές ανά περιοχή;
Βεβαίως! Όσες οι επιμέρους κοινωνίες, τόσες οι διαφοροποιήσεις και οι παραλλαγές, όπως τονίσαμε ήδη! Πουθενά ωστόσο δεν έχουμε μια παραγωγή εικονιστικών παραστάσεων σε αγγεία, και μάλιστα αφηγηματικών, τόσο πλούσια και σταθερή για πολλούς αιώνες, όπως στην Αθήνα, οπότε μοιραία τα σωζόμενα δείγματα αφορούν, κατά συντριπτική πλειοψηφία, την πόλη-κράτος των Αθηνών και εν μέρει και των πόλεων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας.

Στα κατωιταλιωτικά αγγεία (από τα τέλη του 5ου και στον 4ο αι.) διαπιστώνουμε μια πιο ρομαντική ατμόσφαιρα, με τον Έρωτα να παίρνει κανονικά το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα σε εραστές, μεταφέροντας δώρα εκ μέρους του εραστή και παρουσία του. Μάλλον πρόκειται για ιδεαλιστικές σκηνές, που φαίνεται ότι πρόσφεραν διαφυγή στο φαντασιακό και απομάκρυναν από την πραγματικότητα των ταραγμένων καιρών. Στο ίδιο κλίμα βρίσκουμε τρυφερές σκηνές με τον Έρωτα μωρό να θηλάζει την Αφροδίτη. Επίσης εδώ  απαντά για πρώτη φορά η παράσταση του Έρωτα τοξότη που λαβώνει με τα βέλη του από μακριά, προσφιλούς και πολυτραγουδισμένης ιδέας στην εποχή μας.

Εφόσον δεν υπάρχει βάση σύγκρισης με αγγεία στην Κύπρο (με μία και μοναδική εξαίρεση, όσο γνωρίζω!), θα επικαλεστούμε εδώ κυρίως έργα μικροτεχνίας (ειδώλια, παραστάσεις σε λυχνάρια ή κοσμήματα), αλλά και περιστασιακά γλυπτά και ψηφιδωτά. Είδαμε ήδη πόσο βαθιά στην κυπριακή προϊστορία ανιχνεύονται οι παραστάσεις ιερογαμίας. Την εποχή του Σιδήρου ατονεί το ενδιαφέρον για τον έρωτα και αναδύεται ξανά κατά την Κυπρο-Αρχαϊκή (7ος-6ος αι, π.Χ.) και την Κυπρο-Κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.),  σε μια ατμόσφαιρα έντονου ερωτισμού που αγγίζει  στα όρια του γκροτέσκου. Πλήθος φαλλικά σύμβολα, συχνά σε κοσμήματα, έχουν συνδεθεί με λατρευτικές περιφορές φαλλών (φαλληφόρια), ενώ τιμητική θέση επιφυλάσσεται στον  ιθυφαλλικό θεό Βησά, μεταγραφή από την Αίγυπτο του θεού Bes, προστάτη της σαρκικής ηδονής με αποτροπαϊκό χαρακτήρα, και πρόδρομο ίσως του ελληνιστικού ομολόγου του και γνωστότερου Πρίαπα. Στα ελληνιστικά χρόνια ο ερωτισμός προβάλλεται με ιδιαίτερη ζωντάνια, όπως παντού άλλωστε στον ελληνιστικό κόσμο, αλλά και με ρομαντική διάθεση, όπως στα ρομάντζα της εποχής για αδιέξοδες ερωτικές ιστορίες σαν κι αυτή του Έρωτα και της Ψυχής. Στα έκλυτα ρωμαϊκά χρόνια που προωθούν έναν άκρατο σαρκικό ηδονισμό, που επηρεάζει Ελλάδα και  Κύπρο, βρίσκουμε σε πολυάριθμα  λυχνάρια, με εικονογραφημένες όλες τις ερωτικές στάσεις, κάποτε σε ακροβατικές παραδοξότητες, όπως τα ζευγάρια που σμίγουν και πάνω σε άλογα, ή και κανονικές κτηνοβασίες, και βεβαίως όργια. Παράλληλα διάφορες μυθικές σκηνές κοσμούν ψηφιδωτά και άλλα έργα, ενώ η Κύπρις αναδεικνύει τα κάλλη της ως Αναδυομένη, Λουόμενη κ.λπ. σε σειρά αγάλματα από το νησί που την γέννησε.

Η αντίληψη αλλά και αναπαράσταση του έρωτα στον ελλαδικό χώρο σε τι διαφοροποιείται από υπόλοιπες χώρες και πολιτισμούς; 
Νομίζω ότι έχω απαντήσει ήδη στην ερώτηση αυτή, με πολλαπλές αφορμές. Αναφέραμε ότι η ρύθμιση των έμφυλων σχέσεων είναι θέμα πρωταρχικής σημασίας για μια κοινωνία. Και στο επίκεντρο των σχέσεων αυτών στέκει βεβαίως η σεξουαλικότητα και ο έρωτας. Όσα τα πολιτισμικά περιβάλλοντα, σε διαφορετικά χωροχρονικά πλαίσια, τόσες και οι ιδεολογικές διαφοροποιήσεις και αντίστοιχες και οι αναπαραστάσεις στην τέχνη!  Δεδομένου, ωστόσο, ότι η παραγωγή γραπτών αγγείων (με ζωγραφιστές παραστάσεις) στα ελληνικά αγγεία είναι ένα φαινόμενο μοναδικό, χωρίς προηγούμενο ή επόμενο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ο ελληνικός πολιτισμός εμφανίζεται μοιραία λαλίστερος στο θέμα αυτό, από ό,τι σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς που η διηγηματική τους τέχνης περιορίζεται σε ανάγλυφα, μεγάλης κλίμακας, από κτήρια ή έργα μικροτεχνίας, και γλυπτά συμπλέγματα ή ζωγραφικά έργα συνήθως χαμένα, λόγω της φθαρτότητας του υλικού τους.

Ανθή Δίπλα, Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Σύμβουλος Καθηγήτρια, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

 

Σχετικά

Ατζέντα
November 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1 2 3
4 5 6 7 8 9 10
11 12 13 14 15 16 17
18 19 20 21 22 23 24
25 26 27 28 29 30
Όλη η ατζέντα

Εγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις το email σας!

Eγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις στο email σας!

Close