Arts & Culture , Τα Καλύτερα της Κύπρου

Κριτική: Κάλι-Καντζάρ και ΣΙΑ!...

Δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013

Μια οικογένεια περίεργων όντων δραπετεύει από τα έγκατα, σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας, και τρυπώνει στην αποθήκη του θεάτρου, παίζοντας κρυφτούλι με το φύλακα, μέχρι που σιγά-σιγά τον πείθει με τον ένα ή άλλο τρόπο για το δίκαιο του σκοπού της. Την ύπαρξή τους μέσα από την ανθρώπινη πίστη. Ένα ζωντανό, χιουμοριστικό παραμύθι που τροφοδοτείται από την παράδοση με το ξύπνημα των κυπριακών καλικαντζάρων, και το νεανικό φίλτρο της γλώσσας και της νοοτροπίας, δημιουργώντας ένα micro-musical ή μιούζικαλ τσέπης σύγχρονης αισθητικής, με συγκεκριμένες αναφορές στον κινηματογραφικό κόσμο του θεάματος. Μου πέρασαν από το νου εικόνες του Tim Burton, του κουρέα και της σοκολατοποιίας του, τα τέρατα του Χάρι Πότερ καθώς και ο φύλακας της νύχτας του Μουσείου. Έτσι η παραγωγή, που στοχεύει πρωτίστως στους νέους της Σκηνής 018, προσδίδει στους καταχθόνιους ‘χωριανούς’ μας αναγνωρίσιμα σουσούμια -ένας δικαιολογημένος πολυπολιτισμικός προσανατολισμός να πει κανείς;-, ενώ ψάχνουν το γιο που την ‘έκανε’ στα επίγεια και που πιστεύουν ότι ‘μεταλλαγμένος’ είναι ο Jim Carey! Όλα αυτά με πολύ κέφι, τραγούδι, χορό, πλάκα και πειράγματα, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν και γέλιο και πολλές καλές εντυπώσεις.

Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει και ικανοποιεί στην παραγωγή της σκηνοθέτριας Λέας Μαλένη, ήταν οι τέσσερις εξαιρετικές ερμηνείες των συντελεστών Άννας Γιαγκώζη, Μαργαρίτας Ζαχαρίου, Βαλεντίνου Κόκκινου και ο Ανδρέα Παρίση, όλοι ικανότατοι και εναρμονισμένοι μεταξύ τους, τόσο σε κίνηση όσο και σε τραγούδι. Η φιλόδοξη τεχνικά παραγωγή όμως είχε τα προβλήματά της, όπως την ενδιαφέρουσα, ηχογραφημένη μουσική του Δημήτρη Ζαβρού, που παραήταν δυνατή σε σχέση με το τραγούδι, σε σημείο να μην αναγνωρίζονται οι στοίχοι. Επιπλέον ένιωσα ένα τρεχαλητό στο ρυθμό της παράστασης, ήταν τόσο γρήγορος που πολλοί από τους διαλόγους και τα διάφορα gags, προβολές, μαγικά χέρια, κουτιά που ανοίγουν-κλείνουν, να περνούν απανωτά χωρίς ικανοποιητικό χρόνο για αφομοίωση και εμπειρία της προσφοράς τους. Απόρησα επίσης με την αναγκαιότητα χρήσης του μικροφώνου-ψείρα σε μια μικρή αίθουσα των μόλις 150 θέσεων και τους ερμηνευτές, ικανούς στο τραγούδι, στα 4-5 μέτρα, που έδινε το δικό της αλλοιωμένο, ηλεκτρικό και υπερβολικό ήχο. Ενδιαφέρον αλλά βαρυφορτωμένο και το σκηνικό της Έλενας Κατσούρη, όπως και ανολοκλήρωτο το παιχνίδι με τα ‘ηλεκτρονικά’. Μετά την πρώτη εντύπωση, μάλλον απογοητευτικός ήταν ο παππούς-ρομπότ, ο μόνος που μιλά κυπριακά, αλλά και σαν καρικατούρα, μόνο και μόνο για να τρομάζει ο Έλληνας φύλακας που δεν καταλαβαίνει! Και σίγουρα καταγράφεται υπέροχη κυπριακή γλώσσα στα παραμύθια του Χαμπή, εξ ου και το βρίσκω ενοχλητικό πια να γελάμε με τη φολκλόρ κοροϊδία της διαλέκτου μας, αντί να θαυμάζουμε την όποια ομορφιά της.

Εξίσου φλύαρο και ανοικτό σε πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα, χωρίς όμως ολοκλήρωση, βρήκα και το κείμενο. Ενώ είναι εμφανής η κεντρική ιδέα, εισάγει προς το τέλος ένα νέο, μελό στοιχείο για τη σχέση του φύλακα και της κόρης του, το οποίο ούτε στο τέλος με το περίεργο μήνυμα δεμένο στην πέτρα δεν διευκρινίστηκε στο μυαλό μου.

Σχετικά

Ατζέντα
November 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1 2 3
4 5 6 7 8 9 10
11 12 13 14 15 16 17
18 19 20 21 22 23 24
25 26 27 28 29 30
Όλη η ατζέντα

Εγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις το email σας!

Eγγραφή στο Newsletter

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τις τελευταίες ειδήσεις στο email σας!

Close